- επιδοκιμασία
- approbation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
επιδοκιμασία — η [επιδοκιμάζω] έγκριση, αποδοχή … Dictionary of Greek
επιδοκιμασία — η έγκριση, επικρότηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιδοκιμαστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία («επιδοκιμαστικός ψίθυρος») … Dictionary of Greek
επιδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία, εγκριτικός: Ακούστηκαν επιδοκιμαστικά σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
διαβόηση — η (Α διαβόησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση 2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασία αρχ. η μεγαλόφωνη κραυγή … Dictionary of Greek
εγκριτικός — ή, ό αυτός που δίνει έγκριση ή επιδοκιμασία («εγκριτική απόφαση», «εγκριτικό σημείωμα») … Dictionary of Greek
επαίνεσις — ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) [επαινώ] 1. η ενέργεια τού επαινώ, ο έπαινος 2. η επιδοκιμασία … Dictionary of Greek